- οινοβλαβής
- οἰνοβλαβής, -ές (Α)επιρρεπής στο μεθύσι, μπεκρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοβλαβεῖς — οἰνοβλαβής addicted to drunkenness masc/fem acc pl οἰνοβλαβής addicted to drunkenness masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek